παραγραμματισμός

παραγραμματισμός
παραγραμματισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγραμματισμός — ο, ΝΜ [παραγραμματίζω] αλλοίωση λέξης με αλλαγή στον γραπτό ή προφορικό κάποιου γράμματός της με άλλο, παραγραμμάτισις* νεοελλ. διαταραχή τής ομιλίας η οποία συνίσταται σε σύγχυση ή μετατόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων …   Dictionary of Greek

  • παραγραμματισμῷ — παραγραμματισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραμματισμόν — παραγραμματισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”